μπακαράς

μπακαράς
ο
(στη χαρτοπαιξία) είδος τυχερού παιχνιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baccara, άγνωστης προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπακαράς — ο (λ. γαλλ.), τυχερό παιγνίδι με τραπουλόχαρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”